- στερραί
- στερρόςfirmfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υμέλη — ἡ, Α 1. (κατά τον Θέογν.) «ὑμέλαι στερραί» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑμέλην στεῑραν, ἄγονον» … Dictionary of Greek